Friday, January 25, 2008

Παπική Φιλοσοφία

1.

Δεν έχω δάνειο να αποπληρώσω, δεν είμαι «εγκλωβισμένος» στο χρηματιστήριο, γενικά φυλάγομαι. Δεν έχω βάλει στο μάτι κάποιο καινούριο μοντέλο αυτοκινήτου, κινητού, λάπ τοπ. Αλλά τα χρειάζομαι τα χρήματα. Τα χρειάζομαι για να είμαστε πιο άνετα. Τα χρειάζομαι για να καλύψω μελλοντικές ανάγκες της Νίκης και των παιδιών. Ο Δημήτρης 13, από τον Οκτώβρη θα χρειάζεται ιδιαίτερα μαθηματικά και ίσως θα πρέπει να κάνει και αγγλικά, να πάρει το lower την επόμενη χρονιά, για να προλάβει να δώσει για το proficiency πριν την β’ λυκείου. Γιατί μετά θα έχει προετοιμασία για τις Πανελλήνιες. Σε μας δεν ήταν πιο απλά τα πράγματα;

Η Κατερίνα θέλει να γραφτεί στο τένις, η Νίκη φοβάται τους τραυματισμούς, οπότε η λύση που βρέθηκε ήταν να κάνει ιδιαίτερα με έναν καθηγητή-πρώην πρωταθλητή. Δεν ήθελα να της το αρνηθώ, άλλη σωματική άσκηση δεν έχει, και γενικά δεν είναι πολυέξοδη η μικρή. Το κινητό μόνο του Δημήτρη κόστισε 600 ευρώ. Τι να μου πουν 20 ευρώ την ώρα, δηλαδή την εβδομάδα, αφού θα κάνουν μάθημα μόνο κάθε Σάββατο πρωί; Άσε που βολεύει γιατί δεν θα χρειαστεί να μένει κάποιος σπίτι να την προσέχει, οπότε η Νίκη θα αναλάβει κανονικά τα μαθήματά της και αυτή την χρονιά, και ο Δημήτρης θα διαβάζει με την ησυχία του το πρωί σπίτι. Θα περνάω εγώ να την πάρω μετά το κλείσιμο. Στην τελική ας κάνει και κάποιος στο σπίτι ό,τι ακριβώς του αρέσει. Όσο προλαβαίνει ακόμη και δεν έχει άλλου είδους υποχρεώσεις. Σωστά;

Αυτά σκεφτόμουν όταν είπα το ναι.

2.

Συνάντησα τον Νικήτα πρώτη φορά στη δουλειά, είχε έρθει με τον ξάδελφό μου τον Αποστόλη για να κοιτάξει για υπολογιστή για τον γιο του. Φορούσε κοστούμι, ήταν ψηλός και αθλητικός, θύμιζε πολύ τον διάσημο ατσαλάκωτο, πολυβραβευμένο δημοσιογράφο-αστέρα των βραδινών τηλεδελτίων-ειδήσεων, σε τέτοιο σημείο μάλιστα που ρώτησα αν είχε κάποια συγγένεια με αυτόν, αλλά μου χαμογέλασε συγκαταβατικά. «Είδες τι κάνει ένα καλό κουστούμι;», είπε. Και θυμήθηκα την γιαγιά μου που έλεγε πάντα: «Ο έχων χρήματα ξέρει και να ντύνεται, και να φέρεται, και να επιβάλλεται». Βέβαια ο Νικήτας δεν είχε τόσα χρήματα, απλώς ήταν στην πένα ντυμένος. Εκείνη την ημέρα ήθελε να τσεκάρει πρώτα τις τιμές των υπολογιστών και μετά να φέρει τον γιο του, αν άντεχε οικονομικά δηλαδή να του τον κάνει δώρο. Του εξηγούσα γιατί είναι καλύτερο να πάρει έναν desktop υπολογιστή και από οικονομική άποψη όταν άρχισε να μου λέει ότι από το καλοκαίρι θα αντέχει να πάρει έναν ντιζαϊνάτο Sony Vaio, οπότε ίσως να περίμενε μέχρι τότε. Τον ρώτησα αν περιμένει μπόνους από την δουλειά του, και μου είπε «περίπου». Έπρεπε να καταλάβω κάτι;

3.

Πίναμε ούζα όταν μου το ξεφούρνισε. Νόμιζα ότι αστειευόταν. Ήμασταν οι δύο μας. Ο Αποστόλης είχε στείλει μήνυμα ότι δεν μπορούσε να έρθει εκείνη την φορά, η Αλίκη είχε πυρετό και έμεινε για συμπαράσταση.

- Είναι δυνατόν; Φώναξα σχεδόν.

- Και τι σε νοιάζει; με ρώτησε γελώντας. Αν δεν είσαι εσύ θα είναι κάποιος άλλος.

- Μα... έκανα να αρθρώσω κάποιο επιχείρημα, αλλά τι να προτάξεις στο παράλογο; Ποια λογική;

- Άσε μωρέ καημένε, θα μείνω στην κακομοιριά και θα πλουτίσει κάποιος με πιο φτωχή συνείδηση; Έχω οικογένεια να θρέψω, και δεν μου περισσεύουν. Άλλωστε η ζημιά που θα γίνει με διαβεβαίωσαν θα είναι περιορισμένη, δεν είναι χαζοί να πάρει δημοσιότητα το πράγμα. Θα είναι κοντά και θα παρακολουθούν, αν χρειαστεί θα επέμβουν. Σιγά τον πολυέλαιο δηλαδή...

Τον διέκοψα άκομψα:

- Πού θα γίνει;

- Δεν ξέρω και δεν με νοιάζει. Φοβάσαι;

- ....

4.

Δύο εβδομάδες το σκεφτόμουν. Τα βράδια δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Στριφογύριζα και έλεγα στον εαυτό μου να ξεχάσει ό,τι άκουσε και ό,τι πρόλαβε να ονειρευτεί πως θα έκανε αυτά τα λεφτά. Με κυρίεψαν τύψεις συνειδήσεως πριν καν αποφασίσω οτιδήποτε. Μια σκηνή από την ταινία «Μια ζωή την έχουμε» με πρωταγωνιστή τον Χορν στοίχειωνε τα όνειρά μου εκείνες τις βραδιές.

Είχα πάρει λέει την θέση του Χορν στο πλάνο, τα μάτια μου γυάλιζαν, τα χέρια μου έτρεμαν, φορούσα τα γυαλιά του, αλλά τελικά πατούσα εκείνο του κουμπί που θα οδηγούσε τους 1000 μανδαρίνους στον θάνατο.

Η Νίκη καταλάβαινε την αγωνία μου, κι ένα βράδυ με ρώτησε τι με απασχολούσε. Η δικαιολογία που σκαρφίστηκα και της προσέφερα δεν την έπεισε. Ήξερε ότι δεν της είπα την αλήθεια, πάντα το καταλάβαινε, ήταν όμως διακριτικός άνθρωπος και δεν με ρωτούσε περισσότερα. «Για εκείνους θα κάνω ό,τι κάνω», αυτό έλεγα στον εαυτό μου και κάθε πρωί ξυπνούσα με φοβερούς πονοκεφάλους λόγω τρίξιμο των δοντιών μου όλο το βράδυ.

Από μικρός είχα αυτήν την «συνήθεια». Όταν αγχωνόμουν με κάτι, όλο το βράδυ έσφιγγα τα δόντια μου, και δεν σταματούσα μέχρι να χτυπήσει το ξυπνητήρι. Καταλαβαίνετε φυσικά πόσο πιασμένοι ήταν όλοι οι μύες στο πρόσωπο και στο κεφάλι όλη την μέρα που ακολουθούσε, και τι φοβερούς πόνους αντιμετώπιζα. Μάλιστα, τότε δεν είχα μάθει την ακριβή αιτία, απλώς ξυπνούσα κάποια πρωινά με ελαφρύ πονοκέφαλο, που μέχρι το βράδυ είχε εξαπλωθεί σε όλο το κεφάλι και δεν μπορούσα να δω φως, να μιλήσω, να συνεννοηθώ. Η μητέρα μου, καλή της ώρα, πρότεινε το καθιερωμένο γιατρικό, να πάμε στον παπά Σωκράτη να με «διαβάσει». Φυσικά για έναν έφηβο, που παπάς σήμαινε «εχθρός και κοροϊδία», αυτό ισοδυναμούσε με παράδοση των αρχών μου. Ήθελα να παραμείνω μακριά από ξεπερασμένους θεσμούς, «όπια του λαού» και εξουσίες, παρά τις προτροπές της μάνας μου τύπου: άνθρωπος μακριά από την εκκλησία και την οικογένεια είναι ένα χαμένο πρόβατο στο δάσος. Πίστευα στα απολωλότα πρόβατα τότε. Ήμουν αριστερός τρομάρα μου, γραμμένο και ενεργό μέλος της ΚΝΕ για 6 χρόνια, άλλη ιστορία όμως αυτή... Αλήθεια, τι διδάσκουν τώρα στην ΚΝΕ;

Πήγαμε στον παπά, εξομολογήθηκα τις αμαρτίες μου, πρώτη και τελευταία φορά στην ζωή μου έως τώρα, δηλαδή την ερωτική ζωή ενός εφήβου που δεν έχει κοπέλα διότι η εφηβεία του είχε χαρίσει μια σειρά σπυράκια που όργωναν το πρόσωπο, την πλάτη, το στήθος κλπ, και τις αριστερές μου πεποιθήσεις, που σκανδάλισε τόσο πολύ τον παπά Σωκράτη, που πρότεινε στην μητέρα μου να με γράψει στο κατηχητικό, και την ψευδή μου δήλωση ότι δεν έχω βρει την προτίμησή μου σε ότι αφορά το σεξ. Αυτό το τελευταίο ήταν αυτοσχέδια κορώνα που βγήκε αυθόρμητα μετά την σχετική παραίνεση του παπά για το κατηχητικό. Έχετε δει σκανδαλισμένο και ως εκ τούτου κατακόκκινο παπά να κρατάει με υποδειγματική δύναμη το στόμα του κλειστό στις βρισιές που τον κατακλύζουν;

Να μην τα πολυλογώ, στις εξομολογήσεις δεν ήμουν ποτέ καλός, πάντα τις διάνθιζα με ψέματα για να αποπροσανατολίσω τον εξομολογητή μου, γιατρειά δεν προέκυψε’ οπότε στραφήκαμε σε γιατρούς. Τελικά καταλήξαμε στον οδοντίατρο, φίλο ενός θείου του πατέρα μου στο Κολωνάκι, όπου με διαβεβαίωσε ότι το πρόβλημα έχει να κάνει με το τρίξιμο των δοντιών το βράδυ. Για να είμαι ειλικρινής δεν πρόσεχα και πολύ τα λόγια του όταν εξηγούσε στην μητέρα μου και στον θείο Κώστα με κάθε επιστημονικότητα την περίπτωσή μου, διότι ένας πίνακάς που ήταν κρεμασμένος ακριβώς πάνω από το γραφείο του είχε απορροφήσει εντελώς την προσοχή μου. Ήταν μια ελαιογραφία αντιγραφή ενός έργου της Maeve Harris που απεικόνιζε ένα άλογο να βγαίνει από ένα κόκκινο φόντο. Η προοπτική μου είχε φανεί λίγο περίεργη, το άλογο εμφανιζόταν να έχει ένα εξαιρετικά μικρό κεφάλι σε σχέση με το υπόλοιπο σώμα και το τέταρτο πόδι δεν φαινόταν πουθενά. Μετά από καιρό έτυχε να το συζητήσω με μια κατάκτησή μου, την Ειρήνη, η οποία μου έδωσε μια πολύ φροϋδική ερμηνεία για αυτόν τον πίνακα.

Ο γιατρός λοιπόν έλεγε, εγώ δεν άκουγα κι έτσι συμφώνησα με ό,τι είπε. Αποτέλεσμα; Κοιμήθηκα με την μητέρα μου ένα βράδυ δίπλα δίπλα στο κρεβάτι μου, αυτό βοήθησε να επιβεβαιώσουμε την γνωμάτευση του γιατρού. Έτριζα τα δόντια μου και έπρεπε να με ξυπνάνε για να σταματώ.

Έτσι και εκείνες τις μέρες, η συνείδησή μου ξυπνούσε την ώρα που εγώ κοιμόμουν και για να με τιμωρήσει για την αμαρτωλή σκέψη μου, έσφιγγε το σαγόνι μου, έτριζε τα δόντια μου και κάποιος έπρεπε να με ξυπνά. Φυσικά αυτός ο κάποιος ήταν αυτή τη φορά η γυναίκα μου, η Νίκη, στην οποία έλεγα και τις ψεύτικες δικαιολογίες.

Ήθελα να την ξαναδώ όπως την μέρα που την γνώρισα. Γίνεται αυτό; Η επιδερμίδα του προσώπου της ήταν σταρένια, τα χέρια και τα πόδια ηλιοκαμμένα, μόλις είχε γυρίσει από διακοπές, με ένα στενό κατακόκκινο μπλουζάκι και μαλλιά κοντά, πότε δεν μου άρεσαν οι γυναίκες με κοντά μαλλιά, αλλά εδώ έκανα την εξαίρεση. Την πλησίασα και τις έταξα ότι αν χορέψει μαζί μου θα μάθει τι σκέφτομαι για το πάρτυ του Νίκου. Γέλασε και με απέφυγε διακριτικά μέχρι το τέλος της βραδιάς. Όμως δεν φαντάστηκε ότι θα ρωτούσα και θα μάθαινα τα πάντα από τον Νίκο για αυτήν, μέχρι και το όνομα του Φροντιστηρίου που δούλευε τότε. Την έστησα από έξω ένα βράδυ και «έπεσα πάνω της». Ε, δεν μπορούσε να το αποφύγει, ήταν πια «μοιραίο».

Της αξίζει μια κάποια οικονομική άνεση, σκεφτόμουν. Ένα μεγαλύτερο σπίτι, διακοπές κάθε χρόνο, καλά ξενοδοχεία, εστιατόρια... Βέβαια εκείνη δεν την πειράζει, είναι μεγαλωμένη με το σκεπτικό ότι πρέπει να πονέσουμε, να ματώσουμε για να απολαύσουμε τελικά τους καρπούς των προσπαθειών μας. Έτσι μεγάλωσε. Ή πιο σωστά, έτσι την μεγάλωσε η καθολική και μικροαστή οικογένειά της. Και ενώ εγώ πέρασα την εφηβεία μου αμφισβητώντας, αντιγνωμώντας και μισώντας τους γονείς μου, που προσπαθούσαν να μου υπαγορεύσουν τι να κάνω, πώς να ντυθώ, τι μουσική θα ακούσω εις μάτην, η Νίκη μεγάλωσε στην ασφυκτική αγκαλιά της γιαγιάς της που έμενε μαζί τους και της μητέρας της, που είχε χάσει τον άντρα της πολύ νωρίς και όλη της την προστατευτικότητα την «προσέφερε» αφιλτράριστη στην κόρη της. Κυριακάτικες επισκέψεις στην ενορία, Θεία Κοινωνία, παιγνίδι στο προαύλιο μόνο με ομόθρησκους και ομοδόγματους... Από αυτήν την αγκαλιά την απέσπασα μια μέρα του Σεπτέμβρη όταν την παντρεύτηκα με παπά και με κουμπάρο, μία φορά σε καθολική εκκλησία στη μία το μεσημέρι και άλλη μια την ίδια Κυριακή στις 5 το απόγευμα σε ορθόδοξη.

Πώς να μοιραστώ με αυτήν την γυναίκα το δίλημμά μου; Θα μου μιλήσει για θεϊκή τιμωρία, για κόλαση και φωτιές. Προτιμώ να μην την κάνω συμμέτοχο σε αυτό. Θα μπορούσα να επικαλεστώ την παπική φιλοσοφία, που λέγαμε όταν αγκαλιαζόμασταν σε παρκάκια των Αθηναίων’ κάνεις δηλαδή την πάπια σαν τον Πάπα. Στο θέμα του προγαμιαίου σεξ ή και στο διαζύγιο, ας πούμε’ η παπική φιλοσοφία είναι να κοιτάς αλλού.

5.

- Είναι απλό, θα σου δώσουν ένα κινητό και εσύ θα το παρατήσεις εκεί που θα σου πουν, την ημέρα που θα σου πουν.

- Και γιατί δεν το κάνουν μόνοι τους οι ενδιαφερόμενοι;

- Ρε, θα την κάνουμε την δουλειά ή όχι;

- Και γιατί να οδηγείς εσύ και όχι εγώ; Γιατί να πετάξω εγώ το κινητό;

- Δεν τα είπαμε; Το αυτοκίνητό μου είναι πιο κοινό και πιο γρήγορο.

- Δηλαδή υπάρχει κίνδυνος να μας κυνηγήσει κάποιος;

- Άσ’ το αγόρι μου, θα το πω σε κανέναν άλλο...

6.

Η μέρα ήταν ζεστή λόγω υψηλής υγρασίας και πήρα άδεια από την δουλειά παρά την γκρίνια του Φάνη. Αναρωτήθηκα αν θα με καλέσει στο σπίτι, αν θα χρειαστεί κάτι για το μαγαζί. Πάντα όταν λείπω κάτι συμβαίνει και ο Φάνης, τo αφεντικό με την γραβάτα και το σινιέ παπούτσι που συνήθως κρύβεται πίσω από το γραφείο του, σηκώνει τα χέρια ψηλά και αναλαμβάνω εγώ. Πάντα εγώ είτε αυτό λέγεται δυσαρεστημένος πελάτης που θέλει τα λεφτά του πίσω, είτε κατασκευαστής που αρνείται να μας δώσει τα δικά μας λεφτά πίσω όταν το προϊόν του αποδεικνύεται μάπα. Ας ελπίσουμε σήμερα να μην συμβεί κάτι από τα παραπάνω σκεφτόμουν, Ιούλιος μήνας και η κίνηση κόβει στο μαγαζί έτσι κι αλλιώς.

Βγήκα με καθυστέρηση στα φανάρια της Αργυρουπόλεως, κόρνανα σε δύο φορτηγά πιο πολύ από συνήθεια παρά για να τους εμποδίσω ή επιπλήξω, είχαν ήδη κλείσει όλη την δεξιά λουρίδα του δρόμου που οδηγούσε στον περιφερειακό για να ξεφορτώσουν στα μαγαζιά προμήθειες, σκηνές καθημερινής τρέλας στην Αθήνα του 2007. Έχω καταλήξει ότι οι οδηγοί του Σαββάτου χωρίζονται σε δύο φυλές, σε αυτούς που δουλεύουν και βιάζονται να φτάσουν εκεί που πρέπει, γιατί άργησαν να ξυπνήσουν έπειτα από το ξενύχτι του της Παρασκευής και παρανομούν’ και εκείνοι που πάνε στα μαγαζιά για ψώνια και παρανομούν αφήνοντας το αυτοκίνητό τους όπου βρουν, εδώ έχουμε πάλι δύο υποκατηγορίες, εκείνοι που πάνε εξ ανάγκης στα καταστήματα, στο σούπερ μάρκετ, στο κομμωτήριο Σάββατο πρωί και εκείνοι που πάνε γιατί τους αρέσει η βαβούρα. Γιατί μη μου πείτε ότι κάτι συνταξιούχοι που στήνονται στον Βασιλόπουλο ή στον Σκλαβενίτη έντεκα το πρωί πάνε γιατί δεν έχουν άλλη ευκαιρία να πάνε.

Αυτά σκεφτόμουν ανεβαίνοντας την Ηλιουπόλεως με κατεύθυνση τον Βύρωνα. Έκλεισα το ραδιόφωνο και τσέκαρα τα κινητά μου. Το δικό μου δεν είχε καμιά κλήση κανένα μήνυμα και αποφάσισα να το χαμηλώσω και να το αφήσω στο αυτοκίνητο. Έβαλα το άλλο στην μέσα τσέπη του τζάκετ μου, βγήκα από το corolla και άρχισα να ανηφορίζω από τον πρώτο διάδρομο που άφηναν τα πεύκα μπροστά μου.

Δεν είχα έρθει ποτέ βόλτα από εδώ. Πάντα παρατηρούσα το πράσινο από τον περιφερειακό του Υμηττού, και έβγαζα το χέρι μου να το δροσίσει ο αέρας καθώς έτρεχα δίπλα στα δένδρα, το θερμόμετρο του αυτοκινήτου έδειχνε δύο βαθμούς λιγότερο και προσπερνούσα. Απέναντι φαινόταν το οικιστικό έκτρωμα της Πανεπιστημιούπολης και κάποιες κεραίες κινητής τηλεφωνίας. Ένα ασθενοφόρο πέρασε και σκόρπισε στον αέρα ήχους σειρήνας. Χώθηκα βαθύτερα στο δασύλιο. Απορώ πώς δεν χάθηκα αργότερα στην επιστροφή. Η αίσθηση του προσανατολισμού δεν είναι και πολύ ανεπτυγμένη σε παιδιά της πόλης σαν και μένα. Δεν πήγα ούτε στους προσκόπους ούτε κατασκήνωση και δεν έχω χαθεί ποτέ μέχρι σήμερα διότι απλώς δεν έχω αλλάξει δρόμο ποτέ. Ό,τι δρόμο ήξερα αυτόν ακολουθούσα.

Σιγά σιγά οι ήχοι της πόλης ατονούσαν πίσω μου, ξεχώρισα την μυρωδιά της ρίγανης και κινήθηκα προς τα εκεί. Βρήκα έναν θάμνο και έβαλα το χέρι μου μέσα, μύριζε όπως το σπίτι της γιαγιάς στο χωριό. Διάφορες εικόνες με επισκέφτηκαν σε κλάσματα του δευτερολέπτου, αλλά τις έδιωξα με μια κίνηση του κεφαλιού, εδώ είσαι για δουλειά, μονολόγησα.

Έψαχνα για τον πιο κίτρινο θάμνο, ξεραμένο από το πιο ζεστό καλοκαίρι του αιώνα όπως έλεγαν τα κανάλια κάθε μεσημέρι, διάνθιζαν δε την «είδηση» αυτή με εικόνες από την ομόνοια και ανθρώπους που έμπαιναν στο συντριβάνι για να δροσιστούν. Πού και πού έδειχναν εικόνες και από τα σχολεία, τα δημαρχεία και αλλού, όπου πήγαιναν γέροντες και γερόντισσες να δροσιστούν από τα κλιματιστικά εκεί.

Οι θόρυβοι του δρόμου είχαν σβήσει εντελώς, πουλιά και το θρόισμα ενός ελαφρού ανέμου συντρόφευαν τις σκέψεις μου. Ακολούθησα το ρεύμα του αέρα και τα τιτιβίσματα και βρέθηκα μπροστά σε ένα μικρό ρυάκι, που κελαρύζοντας κατέβαινε κάποιες πέτρες και εξαφανιζόταν λίγο αργότερα μέσα στη γη.

Αν και είχε υποχωρήσει η ζέστη ένιωσα μια σταγόνα ιδρώτα να τρέχει στο μέτωπό μου και ένα σφίξιμο στον κρόταφο. Η στιγμή είχε έρθει, την καθυστερούσα χαζεύοντας ανάμεσα στα δένδρα, αλλά έτσι μάλλον ρίσκαρα να με δουν. Ενεργοποίησα το τηλέφωνο με τον κωδικό που μου είχαν δώσει και το τοποθέτησα πάνω σε έναν μισοξεραμένο θάμνο. Δεν ήξερα το όνομά του, αλλά τα κόκκινα ανθάκια του ξεπρόβαλλαν απειλητικά από την βάση του σαν μεγάλα πύρινα μάτια.

Έφυγα τρέχοντας.


Ιούλιος – Δεκέμβριος 2007

Monday, January 21, 2008

Αρκετά με τις φωτογραφίες μου και τα DVD τους.

Ας κάνουμε ένα διάλειμμα από τις εικόνες.

Σε χθεσινή συζήτηση με καλή παρέα με θέμα την πολιτική επικαιρότητα συνειδητοποίησα ότι το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι προσώπων, αλλά πολιτικής. Αλλά και διεθνώς, με πρωταγωνιστή τις USA, πιστεύω ότι δεν έχει τόση σημασία αν ο επόμενος Πρόεδρος θα είναι Ρεπουμπλικανός ή Δημοκρατικός, γυναίκα ή άντρας, λευκός ή μαύρος. Σημασία έχει η πολιτική του, η οικονομική και κοινωνική πολιτική του, που θα προσπαθήσει να αντιστρέψει την κατάσταση στα μέσα νοικοκυριά, αλλά και τις εξαθλιωτικές συνθήκες των φτωχοτέρων.

Οι διασημότεροι οικονομολόγοι συμφωνούν ότι ο φιλελευθερισμός πέθανε, ή έστω αργοπεθαίνει, και ότι η λύση μάλλον είναι ένα πιο φιλικό κράτος. Ένα κράτος αρωγός, που θα προσφέρει ίσες ευκαίριες στην μάθηση και στην Παιδεία, στην Υγεία, που θα σέβεται τον πολίτη, και θα φυλά μια καλύτερη μοίρα για τους γεροντότερους, προσφέροντάς τους σύνταξη και άλλα εφόδια, ώστε να είναι όλα τα μέλη του υπερήφανα για το σύστημα στο οποίο ανήκουν.

Το βορειοευρωπαϊκό μοντέλο νομίζω βρίσκεται σε καλή τροχιά. Επενδύει στα νιάτα, στην παιδεία, στις νέες τεχνολογίες, βοηθά τους πολύτεκνους, όχι μόνο με επιδόματα, αλλά με παιδικούς σταθμούς, αξιόπιστα μέσα μεταφοράς κά. Μπορούμε να αντιγράψουμε αυτό το κράτος, και να αγνοήσουμε το βρετανοαμερικανικό σύστημα που αποδεδειγμένα οδηγεί σε μαρασμό αρχικά την μεσαία τάξη, που ας μην ξεχνάμε είναι η μηχανή που οδηγεί το τρένο της ανάπτυξης άρα και της δημοκρατικής αναδιανομής του πλούτου’ αλλά και τα φτωχότερα στρώματα, που φυτοζωούν χωρίς ασφάλεια, χωρίς εξασφαλισμένες τις βασικές τους ανάγκες.

Περπατήστε βράδυ στην Αθήνα, για παράδειγμα στην Ευριπίδου και θα συμφωνήσετε μαζί μου, ότι ποτέ παλαιότερα δεν υπήρχαν τόσοι άστεγοι. Ακολουθούμε δυστυχώς τον δρόμο των υπολοίπων ευρωπαϊκών χωρών, που στα παγκάκια και σε άλλα απάγκια των μεγαλουπόλεων συνωστίζονται άνθρωποι που η τύχη τους γύρισε την πλάτη. Ας μην τους την γυρίσουμε και εμείς.

Thursday, January 10, 2008

Φώτα 2008